- φλογεράν
- φλογερά̱ν , φλογερόςblazingfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθάπτω — (AM ἐνθάπτω) θάβω, ενταφιάζω, χώνω στη γη μσν. μτφ. κρύβω μέσα σε κάτι («τὴν φλογερὰν τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίαν ἀναλαβών ἐνθάπτει Ἰορδάνου τοῑς νάμασι», Μηναία) … Dictionary of Greek